- χρῶτ'
- χρῶτα , χρώςskinmasc acc sgχρῶτε , χρώςskinmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρῷτ' — χρῷτο , χράομαι abuse pres opt mp 3rd sg (attic) χρῷτο , χράομαι abuse pres opt mp 3rd sg (ionic) χρῷτο , χράω 1 fall upon pres opt mp 3rd sg χρῷτε , χράω 1 fall upon pres opt act 2nd pl χρῷτο , χράω 2 proclaim pres opt mp 3rd sg (attic) χρῷτε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek